- καμινοκαύστης
- καμινοκαύστης, ό, θηλ. καμινοκαύστρια (Α)1. αυτός που θερμαίνει καμίνι ή κλίβανο2. φρ. «καμινοκαύστης γύψου» — αυτός που παράγει γύψο σε καμίνι ή κλίβανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + -καύστης (< καύστης < καίω), πρβλ. ανθρακο-καύστης, νεκρο-καύστης].
Dictionary of Greek. 2013.